Σ’ αυτόν τον άνθρωπο έβλεπα την κόλαση

0
597

Ήμουν δεκαέξι χρονών, όταν έπιασα δουλειά σ’ ένα παγοδρόμιο. Και με το τέλος κάθε βάρδιας, έμπαινα κι εγώ μέσα κι έκανα γύρες και βόλτες. Εκεί λοιπόν, τυχαία τελείως, γνώρισα ένα παιδί που με φλέρταρε. Ήταν περίπου έξι χρόνια μεγαλύτερός μου. Αρχίσαμε να βγαίνουμε και πολύ σύντομα, γίναμε ζευγάρι. Κάναμε βόλτες, βγαίναμε, όλα ήταν καλά. Ήμουν μικρή και μες στον έρωτα.

Περνώντας τέσσερις μήνες, αρχίσανε κάποιες συμπεριφορές που θα τις έλεγε κανείς, λίγο «περίεργες». Ήμαστε στο αυτοκίνητό του και μου ‘χε στείλει μήνυμα μια φίλη μου. Βγάζω εγώ το κινητό κι αρχίζω να το διαβάζω, της απαντάω. Κι εκείνος ξαφνικά, πετάγεται: «Με ποιον μιλάς; Ποιος είναι αυτός;» Του λέω: «Μα με τη φίλη μου… η φίλη μου είναι». Αυτός συνέχιζε, με ένταση. Μαλώναμε. Είχε τρελαθεί, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Αλλά εγώ, σαφώς ερωτευμένη, δεν έδωσα σημασία.

Προχωρώντας ο καιρός, αυτά τα περιστατικά γίνονταν όλο και πιο συχνά. Ήτανε ολοένα και πιο καταπιεστικός κι οι αντιδράσεις του γίνονταν ολοένα και πιο ακραίες. Πιο ξαφνικές και πιο ακραίες. Ήμουν μικρή και τα δικαιολογούσα όλα, έλεγα ότι ήταν λόγω του έρωτα.

Σιγά-σιγά, άρχισε να μη με αφήνει μόνη μου καθόλου. Ήθελα, για παράδειγμα, να βγω με μία φίλη μου για καφέ κι ερχόταν κι αυτός, ακάλεστος, και καθόταν στο παραδίπλα τραπέζι. Όλα αυτά γίνονταν σταδιακά. Δηλαδή, τα πρώτα περιστατικά ήταν πιο προσωπικά, ανάμεσα σε μένα και κείνον, αλλά σταδιακά, ήθελε να είναι παντού μαζί μου, συνέχεια. Ξεκίνησε να μ’ ακολουθεί παντού, ακόμα και σε μέσα μεταφοράς. Κι αυτό σταδιακά μεγάλωνε, γινόταν όλο και πιο καταπιεστικός, όλο και πιο παρεμβατικός.

“Κι ο έρωτας σιγά-σιγά άρχισε… άρχισε να γίνεται φόβος.”

Θυμάμαι μια μέρα, ήμουν στο τρένο κι ήτανε κι αυτός εκεί, μαζί μου. Ήταν από μια απόσταση, αλλά ήταν εκεί. Κι όταν έφτασε το τρένο στην Ομόνοια κι άνοιξαν οι πόρτες, μου βγήκε απλά, ενστικτωδώς, να τρέξω. Να δραπετεύσω. Και λέω: «Τώρα! Να βγω! Να τρέξω!» Βγαίνω, με βλέπει, βγαίνει κι εκείνος, με ακολουθεί, έρχεται, με γραπώνει απ’ τον σβέρκο και με τραβάει πίσω. Ξεκινώ να κλαίω, με έβλεπε ο κόσμος έτσι, περνούσε ο κόσμος. Δεν πολυκαταλαβαίνανε, φαντάζομαι, τι γίνεται. Μπήκαμε στο τρένο, αυτός εκεί, μαζί μου. Πάντα μαζί μου. Φτάνοντας στον προορισμό μου, είχα πλαντάξει στο κλάμα. Κι έρχεται μια κοπέλα, μου δίνει ένα χαρτομάντιλο και μου λέει: «Δεν αξίζει». Δε λέω, όμορφη, ανθρώπινη αντίδραση, αλλά σαφώς χρειάζεται κάτι πολύ πιο δραστικό σ’ αυτές τις καταστάσεις.

Μια άλλη φορά, στον σταθμό πάλι, δε με άφηνε να φύγω. Του ‘λεγα: «Θέλω να πάω σπίτι, άσε με να φύγω». «Όχι». Και πήγε και πήρε ένα μπουκάλι νερό, του λίτρου, και με έλουσε με το νερό, κάτω απ’ τον σταθμό του τρένου. Όχι σε ‘κανα στενάκι, δηλαδή. Εκεί. Υπήρχαν κάποιοι αστυνομικοί παραδίπλα, οι οποίοι είδαν ότι κάτι τρέχει και πλησίασαν. Εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ. Κλαμένη, χάλια. Κάτι του είπαν, αλλά τον βλέπω και ξανάρχεται προς εμένα.

Σε καταστάσεις όπου είσαι σε σοκ, παγώνεις. Οπότε εγώ, σ’ αυτή τη φάση, βρεγμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια, κάτω απ’ τον σταθμό του τρένου, οι αστυνομικοί δίπλα, δε μίλησα. Δεν… δεν ήξερα ότι μπορούσα να ξεφύγω. Και μου λέει: «Μου ζήτησαν την ταυτότητά μου, τους είπα ότι είμαστε ζευγάρι κι είπαν “ΟΚ”».

Είχα φτάσει σ’ ένα σημείο που ένιωθα ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Με ακολουθούσε παντού κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μου υπενθυμίζει, έμπρακτα και με λόγια, ότι δεν έχω διαφυγή. Ο φόβος με είχε κάνει να νιώθω σαν να μου ‘χουν κοπεί τα πόδια μου και τα χέρια μου. Κι όσο αυτό μεγάλωνε, εγώ κατέρρεα, και συναισθηματικά και προσωπικά. Και πραγματικά, έφτασε ένα σημείο, μέσα σ’ έναν χρόνο, όπου ήμουν πλέον παράλυτη. Δεν μπορούσα να ξεφύγω απ’ αυτό.

Θυμάμαι να έχω προσπαθήσει να δραπετεύσω απ’ το σπίτι του τρέχοντας, αλλά με πρόλαβε στην πόρτα. Με άρπαξε και με πήγε και με πέταξε μέσα στο δωμάτιο του. Με βίασε. Με είχε πολλές φορές βιάσει.

Ήμουν πλέον δεκαεφτά χρονών κι ήτανε αφόρητα δύσκολο να μιλήσω σ’ οποιονδήποτε, ακόμα και σε κάποια φίλη, για ό,τι περνούσα. Γιατί ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν που ήμουν σαν ποντίκι μες στη φάκα και ντρεπόμουν που με είχε τόσες πολλές φορές βιάσει κι εγώ απλά ήμουν εκεί, σαν ένα κορμί που δεν έχει τη δυνατότητα να κουνηθεί. Αυτά δεν μπορούσα σε καμία περίπτωση να τα μοιραστώ.

Ο πατέρας μου ήξερε ότι ήμουν σε σχέση. Με έβλεπε ότι δεν ήμουν καλά, κάτι είχε ψυχανεμιστεί ότι δεν πάει καλά μου και μου είχε πει: «Πρέπει να το τελειώσεις». Εύκολο, στα λόγια. Εγώ στην κατάσταση που ήμουν, σαφώς και δεν μπορούσα να το τελειώσω! Φοβόμουν.

Κάποια στιγμή, μετά από λίγους μήνες, ήμουν σχεδόν δεκαοχτώ πια. Μάζεψα κάποια δύναμη από κάπου, δεν ξέρω από πού, κι άρχισα να του λέω: «Θέλω να χωρίσουμε». Αυτό κράτησε αρκετό καιρό. «Θέλω να χωρίσουμε». Αντιδρούσε περίεργα. Έλεγε: «Ναι, ΟΚ». Έφευγε. Μετά ξαναρχότανε, τηλέφωνα, ερχότανε κάτω απ’ το σπίτι… αρκετό καιρό.

Μια απ’ αυτές τις μέρες, αφού θεωρητικά είχαμε χωρίσει, μου ζήτησε να βρεθούμε για να μιλήσουμε. Κι εγώ, βλακωδώς, πήγα. Και βρεθήκαμε σ’ έναν σχετικά κεντρικό δρόμο, κοντά στο σπίτι μου. Του είπα: «Θέλω να τελειώσει όλο αυτό». Μου είπε: «Δεν πρόκειται να πας πουθενά». Μπήκαμε σ’ ένα ταξί για να πάω σπίτι μου. Μόλις κατεβήκαμε απ’ το ταξί, εκείνος με έσυρε σε μία οικοδομή. Με βίασε. Εγώ ήμουν, για ακόμα μια φορά, ένα ανδρείκελο. Επανέλαβα: «Θέλω να τελειώσει αυτό, θέλω να χωρίσουμε». Και μου απάντησε, κοιτώντας με στα μάτια με το βλέμμα αυτό, που πλέον αναγνωρίζω από χιλιόμετρα: «Θα σου κάνω τη ζωή κόλαση».

Εκεί, εγώ άκουσα μία φωνή. Πραγματικά, άκουσα μια φωνή που μου είπε: «Θα σε βρουν σε κάποιο χαντάκι. Θα πεθάνεις. Πώς το λένε». Κι απλά έκανα αναστροφή κι άρχισα να περπατάω προς το σπίτι μου. Εκείνος ακολούθησε, κλασικά. Κι όταν φτάσαμε μέχρι την πόρτα της πολυκατοικίας μου, κάλεσα τον πατέρα μου στο τηλέφωνο και του είπα: «Μπαμπά, είμαι εδώ, είμαι κάτω από το σπίτι! Ο τάδε είναι δίπλα μου και δε φεύγει. Και δεν μπορώ να μπω στο σπίτι!»

Μου παίρνει το τηλέφωνο απ’ τα χέρια και φεύγει. Έρχεται ο πατέρας μου. Κι εγώ τότε, μπόρεσα κι είπα στον πατέρα μου… του τα είπα όλα. Δεν ξέρω πώς το κατάφερα αυτό σε ‘κείνη τη φάση. Αλλά του εξιστόρησα τι έγινε εκείνη τη μέρα. Απ’ τη στιγμή που συναντηθήκαμε, μέχρι την οικοδομή. Δεν ξέρω με τι κότσια του τα είπα αυτά, αλλά πιστεύω ότι ήτανε αυτή η φωνή που μου είπε: «Πρέπει τώρα κάτι να γίνει. Να τελειώσει».

Ο πατέρας μου μπήκε κατευθείαν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Εγώ είχα φτάσει, είχα για ακόμη μια φορά έρθει σε κατάσταση παγώματος. Φύγαμε, πήγαμε, ακυρώσαμε το τηλέφωνο μου. Μετά, πήγαμε στην αστυνομία. Ο πατέρας μου, ο μόνος ενήλικας απ’ τους δυο μας, ήθελε να μπει ο νόμος σ’ όλο αυτό. Όποιος νόμος, έτσι; Κι ήλπιζε ότι μέσα απ’ αυτό, αυτός ο τύπος θα ξεκόψει. Έτσι κάναμε μια μήνυση για κλοπή κινητού.

Μετά τη μήνυση, κοιμόμουν συνέχεια. Να ανοίγω τα μάτια μου και να μη θέλω να ξυπνήσω. Δεν είχα καμία ενέργεια κι έτσι όπως το θυμάμαι, απλώς είχα μηδενίσει. Είχε μηδενίσει το κοντέρ.

Η μήνυση έγινε μια βδομάδα πριν κλείσω τα δεκαοχτώ, οπότε είχαν μείνει δυο μήνες για να τελειώσω το Λύκειο. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολοι μήνες, τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. Ο τύπος καλούσε στο σπίτι, καλούσε παντού, ασταμάτητα. Έψαχνε να με βρει παντού, είχε έρθει ακόμα και στο σχολείο. Είχα, πραγματικά, τρομάξει απίστευτα, γιατί απλώς έβλεπα ότι συνεχίζει και με καταδιώκει. Με πήγαινε ο πατέρας μου σχολείο και με έπαιρνε απ’ το σχολείο.

Για μήνες, δεν μπορούσα να λειτουργήσω. Είχα αυπνίες, δεν μπορούσα να παράγω. Πέρασα σ’ ένα Πανεπιστήμιο στο εξωτερικό, έφυγα, γύρισα πίσω. Έπρεπε να ξαναβρώ πρώτα τον εαυτό μου, που τον είχα χάσει. Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία και σιγά-σιγά, άρχισα να νιώθω καλύτερα.

Κάπου εκεί ξεκίνησαν και τα δικαστήρια, μια φορά τον χρόνο. Εκεί εγώ ένιωθα ότι επέστρεφα μια μέρα τον χρόνο, επέστρεφα πίσω σ’ αυτό που ήμουν στα δεκαεφτά μου. Σαν κάθε φορά που αντίκριζα αυτόν τον άνθρωπο εκεί, να γινόμουν ξανά αυτό που ήμουν τότε. Κι αυτό κράτησε τέσσερα-πέντε χρόνια. Κάθε χρόνο έπαιρνε αναβολή, αναβολή… Έφτασα είκοσι τεσσάρων χρονών για να εκδικαστεί, επιτέλους, αυτή η μήνυση. Αυτή την ημέρα δε θα την ξεχάσω ποτέ.

Είχαμε πάει στα δικαστήρια με τον πατέρα μου κι ήτανε κι αυτός εκεί, ήταν κι ο πατέρας του εκεί. Ήρθε ο δικηγόρος τους, μας είπε να το λύσουμε αναμεταξύ μας, είπαμε: «Όχι, ευχαριστούμε». Ανεβαίνουμε να μας κάνουν τις ερωτήσεις τους, καταθέτουμε, ο καθένας. Κάθομαι κι ακούω τις καταθέσεις τους: «Παιδιά ήτανε, ήτανε παιδιά. Τώρα αυτός ο άνθρωπος έχει οικογένεια, εργάζεται, είναι σοβαρός άνθρωπος, έτσι, κύριε δικαστά, καταλαβαίνετε…» και νομίζω ότι στο πρόσωπό μου είχε ζωγραφιστεί ο πανικός. Φαινότανε ξεκάθαρα ο πανικός. Γιατί ο εισαγγελέας, καθώς ανακοίνωνε την απόφαση, ήταν σαν να έλεγε ότι «δεν μπορεί να γίνει κάτι». Και με κοίταξε, κάποια στιγμή… Νομίζω ότι είχε καταλάβει.

Δεν περιμέναμε, ούτε εγώ ούτε ο πατέρας μου, να συμβεί κάτι. Θέλαμε απλώς να τελειώσει. Διότι δεν είχε ουσιαστικό νόημα πλέον αυτό, μετά από τόσα χρόνια. Φύγαμε, πήγαμε να πιούμε έναν καφέ με τον μπαμπά κι εγώ πλάνταξα στο κλάμα. Και κάπως έτσι έκλεισε αυτό το πράγμα. Έληξε. Δε θα ξαναπάω στο δικαστήριο. Δε θα τον ξαναντικρίσω.

Ο πατέρας μου ήταν κι αυτός σε μία κατάσταση δύσκολη, φαντάζομαι. Δεν είναι εύκολο για κανέναν γονέα ν’ αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Στο συναισθηματικό κομμάτι, δε με κατάλαβε ποτέ, ποτέ δεν το χώνεψε, δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς η κόρη του επέτρεψε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Θυμάμαι, είχε έρθει ένας φίλος του στο σπίτι και του το είπε ξεκάθαρα. Κι αυτός ο άνθρωπος γύρισε και του ‘πε: «Να είσαι πολύ ευχαριστημένος που η κόρη σου, να, δες την έτσι, είναι χαρούμενη, κάνει πράγματα που της αρέσουν, κι είναι καλά τώρα».

Σαφώς, μέσα στα χρόνια έχω ακούσει απίστευτα πράγματα, εξιστορώντας την ιστορία μου. Το πιο κλασικό είναι: «Μα καλά, κι εσύ γιατί καθόσουν;» Προσπαθώ πάντα να εξηγήσω. «Γιατί δεν είχα πόδια». Θυμάμαι κι εμένα, κι αυτό είναι έτσι κάπως ειρωνικό, να είμαι δεκατριών χρονών, να βλέπω με τη μαμά μου στην τηλεόραση μια ιστορία με κακοποίηση και να τη ρωτάω: «Μα καλά, γιατί δεν τρέχει να φύγει;» Και μου είχε πει η μαμά μου: «Δεν είναι τόσο απλό». Και το έζησα όσο δεν πάει αυτό το «δεν είναι τόσο απλό». Κι έχω χαρεί που τα τελευταία χρόνια όλο αυτό ανοίγει όλο και περισσότερο και μαθαίνουμε για τέτοιες ιστορίες. Για το πόσο, πόσο καθημερινές είναι. Πόσο «απλό» είναι.

Σ’ αυτόν τον άνθρωπο έβλεπα την κόλαση. Όχι την έβλεπα… τη βίωνα. Όμως είχα σίγουρα τη θέληση να ζήσω. Οπότε με τον χρόνο και με την προσπάθεια και με τη βοήθεια και την υποστήριξη, πλέον είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη. Πολύ γεμάτη απ’ τη ζωή μου. Κι όλο αυτό παραμένει μία εμπειρία που δε θα την ξεχάσω και δε θα σταματήσω ποτέ να την εξιστορώ. Γιατί κάπως έτσι, γίνονται καλύτερα τα πράγματα.

 

Ερευνητής/τρια
Παπαδοπούλου Έλλη